υποστατός

υποστατός
-ή, -ό / ὑποστατός, -ή, -όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, -ον, Α [ὑφίστημι]
νεοελλ.
αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει
αρχ.
1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση
2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῑς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.)
3. αυτός που υπάρχει πραγματικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποστατός — set under masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόστατος — set under masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποστατός — ή, ό αυτός που μπορεί να υπάρχει, ο υπαρκτός, ο πραγματικός (αντίθ. ανυπόστατος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποστατόν — ὑποστατός set under masc/fem acc sg ὑποστατός set under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατοῦ — ὑποστατός set under masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατούς — ὑποστατός set under masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατά — ὑποστατός set under neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστάτου — ὑπόστατος set under masc/fem/neut gen sg ὑποστάτης that which stands under masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστάτων — ὑπόστατος set under masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστάτῳ — ὑπόστατος set under masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”